επί τούτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επί τούτου < ἐπὶ τούτου < ἐπί & τούτου γενική ενικού ουδετέρου του οὗτος
Έκφραση
επεξεργασίαεπί τούτου
- σχετικά μ' αυτό, επ' αυτού
- δεν έχω να προσθέσω τίποτε επί τούτου· ας μιλήσουμε για κάποιο άλλο θέμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- άνευ τούτου
- επί τούτω ή επί τούτοις (γι' αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό)