Ετυμολογία

επεξεργασία
επί του προκειμένου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ τοῦ προκειμένου → δείτε τις λέξεις επί, ἐπί και προκείμενος < πρόκειμαι

  Έκφραση

επεξεργασία

επί του προκειμένου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία