ἐπί τοῦ παρόντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπὶ τοῦ παρόντος < αρχαία ελληνική ἐπὶ τοῦ παρόντος < ἐπὶ + τοῦ (γενική ενικού του ὁ) + παρόντος (γενική ενικού του παρών)
Επίρρημα
επεξεργασίαἐπὶ τοῦ παρόντος
- (καθαρεύουσα) → δείτε επί του παρόντος
- ※ Οἱ ἄχρι τοῦδε κανονισμοὶ τῶν νομισμάτων εἶναι ἄκυροι διὰ τὸ μέλλον, ἐκτός μόνον τῶν ἀφορώντων τὰς προσδιωρισμένας καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς πλήρη ἐνέργειαν μενούσας ποινὰς, κατὰ τὸ Δ′ κεφάλαιον τοῦ Ἀπανθίσματος τῶν ἐγκληματικῶν.
- ≋ ταυτόσημα: πρὸς τὸ παρόν, κατὰ τὸ παρόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαἐπὶ τοῦ παρόντος
- στο παρόν, επί του παρόντος, προς το παρόν
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος: ας το αφήσουμε προς το παρόν
Πηγές
επεξεργασία- αφίημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012