Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επί του παρόντος < καθαρεύουσα ἐπὶ τοῦ παρόντος < αρχαία ελληνική ἐπὶ τοῦ παρόντος < ἐπὶ + τοῦ (γενική ενικού του ) + παρόντος (γενική ενικού του παρών)

  Επίρρημα επεξεργασία

επί του παρόντος

  1. (λόγιο) όσον αφορά στην τωρινή στιγμή, για τώρα
  2. προσωρινά
    ταυτόσημα: προς το παρόν, κατά το παρόν
     συνώνυμα: προς στιγμήν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία