Δείτε επίσης: νυν

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

νῦν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nu. Συγγενές με τη λατινική nunc και την αγγλική now.

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

νῦν