Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Προθήματα » Λέξεις κατά πρόθημα » επι- |
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «επι-» (νέα ελληνικά)
Μορφές: με επι-, με επί-, με επ-, με έπ-, με εφ-, με έφ-
Επίσης δείτε
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 127 σελίδες, από 127 συνολικά.
Ε
- εξεπιτούτου
- επιβάλλω
- επιβαρύνω
- επιβατήριος
- επιβάτης
- επιβεβαίωση
- επιβιώνω
- επιβιώσας
- επιβίωση
- επιβλητικός
- επιβουλεύομαι
- επιβραδυντής
- επιβραδύνω
- επιγραφική
- επιδεινώνω
- επιδιαιτησία
- επιδιαιτητής
- επιδίνω
- επιδιορθώνω
- επιδιόρθωση
- επιδιώκω
- επιδίωξη
- επιδοκιμάζω
- επιδομή
- επιδοτώ
- επιεικής
- επιζήμιος
- επιζώ
- επιζωγραφίζω
- επιζών
- επιθετικός
- επιθεωρητής
- επιθεωρητικός
- επιθεωρώ
- επικαθορίζω
- επικαλούμαι
- επικαρπούμαι
- επικατάρατος
- επικατασκευαστικός
- επικείμενος
- επικεντρώνω
- επικηρύσσω
- επικίνδυνος
- επικοινωνιολογία
- επικοινωνιολόγος
- επικοινωνώ
- επικολλώ
- επικρατέστερος
- επικτηνίατρος
- επικυρίαρχος
- επιλάθευση
- επιλέγω
- επιλήσμων
- επιλοχαγός
- επιλόχειος
- επιλοχίας
- επιλυμένος
- επιμέλεια
- επιμελής
- επιμερίζω
- επιμεταλλώνω
- επιμηθέας
- επιμήκης
- επιμνημόσυνος
- επινήιος
- επινικελώνω
- επιπαγής
- επιπελαγικός
- επιπλήττω
- επιπόλαιος
- επιπολιτισμός
- επιπρόσθετος
- επιπτερύγιος
- επιπυραγός
- επιρρεπής
- επιρροή
- επισεσυρμένη
- επισήμανση
- επισκαλμίδα
- επισκέπτομαι
- επισκιάζω
- επισμαλτώνω
- επισμάλτωση
- επισμηναγός
- επισπεύδω
- επιστέφω
- επιστήμη
- επιστηρίζω
- επιστρέφω
- επισυμβαίνω
- επισυναλλαγματική
- επισυνάπτω
- επισύνδεση
- επιτατικός
- επιταχύνω
- επιτελής
- επιτελικός
- επιτηρητής
- επιτηρώ
- επιτίμηση
- επιτόκιο
- επιτομή
- επιτονισμός
- επιτόπιος
- επιτραπέζιος
- επιφαρμακοποιός
- επιφέρω
- επιφύλαξη
- επιφυλλίδα
- επιφώτιση
- επιχαλκώνω
- επιχείλιος
- επιχιασμός
- επιχόλερος
- επιχρύσωση
- επιχρωματίζω
- επιχρωμιωμένος
- επιχρωμιώνω
- επιχωματίζω
- επιχωματώνω
- επιψευδαργυρωμένος
- επιψηφίζω
- επιψήφιση