ανεπισκεύαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπισκεύαστος < αν- (στερητικό α-) + επισκευάζω επισκευασ= + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεπισκεύαστος, -ή, -ο
- που δεν έχει επισκευαστεί ή δεν μπορεί να επισκευαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεπισκεύαστος