επικαθορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπικαθορίζω (παθητική φωνή: επικαθορίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικαθορίζω | επικαθόριζα | θα επικαθορίζω | να επικαθορίζω | επικαθορίζοντας | |
β' ενικ. | επικαθορίζεις | επικαθόριζες | θα επικαθορίζεις | να επικαθορίζεις | επικαθόριζε | |
γ' ενικ. | επικαθορίζει | επικαθόριζε | θα επικαθορίζει | να επικαθορίζει | ||
α' πληθ. | επικαθορίζουμε | επικαθορίζαμε | θα επικαθορίζουμε | να επικαθορίζουμε | ||
β' πληθ. | επικαθορίζετε | επικαθορίζατε | θα επικαθορίζετε | να επικαθορίζετε | επικαθορίζετε | |
γ' πληθ. | επικαθορίζουν(ε) | επικαθόριζαν επικαθορίζαν(ε) |
θα επικαθορίζουν(ε) | να επικαθορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικαθόρισα | θα επικαθορίσω | να επικαθορίσω | επικαθορίσει | ||
β' ενικ. | επικαθόρισες | θα επικαθορίσεις | να επικαθορίσεις | επικαθόρισε | ||
γ' ενικ. | επικαθόρισε | θα επικαθορίσει | να επικαθορίσει | |||
α' πληθ. | επικαθορίσαμε | θα επικαθορίσουμε | να επικαθορίσουμε | |||
β' πληθ. | επικαθορίσατε | θα επικαθορίσετε | να επικαθορίσετε | επικαθορίστε | ||
γ' πληθ. | επικαθόρισαν επικαθορίσαν(ε) |
θα επικαθορίσουν(ε) | να επικαθορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικαθορίσει | είχα επικαθορίσει | θα έχω επικαθορίσει | να έχω επικαθορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επικαθορίσει | είχες επικαθορίσει | θα έχεις επικαθορίσει | να έχεις επικαθορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επικαθορίσει | είχε επικαθορίσει | θα έχει επικαθορίσει | να έχει επικαθορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικαθορίσει | είχαμε επικαθορίσει | θα έχουμε επικαθορίσει | να έχουμε επικαθορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επικαθορίσει | είχατε επικαθορίσει | θα έχετε επικαθορίσει | να έχετε επικαθορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικαθορίσει | είχαν επικαθορίσει | θα έχουν επικαθορίσει | να έχουν επικαθορίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικαθορίζω
|