Ετυμολογία

επεξεργασία
επικαθορίζω < επι- + καθορίζω

επικαθορίζω (παθητική φωνή: επικαθορίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία