επικυρίαρχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επικυρίαρχος < επι- + κυρίαρχος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suzerain)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επικυρίαρχος
- (νομική) που ασκεί επικυριαρχία σε υποτελές κράτος
Επεξεργασία
- επικυριαρχία
- επικυριαρχικός
- επικυριαρχώ
- → δείτε τις λέξεις επί, κύριος και άρχω