επικυριαρχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικυριαρχώ < επικυρίαρχος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαεπικυριαρχώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικυριαρχώ | επικυριαρχούσα | θα επικυριαρχώ | να επικυριαρχώ | επικυριαρχώντας | |
β' ενικ. | επικυριαρχείς | επικυριαρχούσες | θα επικυριαρχείς | να επικυριαρχείς | (επικυριάρχει) | |
γ' ενικ. | επικυριαρχεί | επικυριαρχούσε | θα επικυριαρχεί | να επικυριαρχεί | ||
α' πληθ. | επικυριαρχούμε | επικυριαρχούσαμε | θα επικυριαρχούμε | να επικυριαρχούμε | ||
β' πληθ. | επικυριαρχείτε | επικυριαρχούσατε | θα επικυριαρχείτε | να επικυριαρχείτε | επικυριαρχείτε | |
γ' πληθ. | επικυριαρχούν(ε) | επικυριαρχούσαν(ε) | θα επικυριαρχούν(ε) | να επικυριαρχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικυριάρχησα | θα επικυριαρχήσω | να επικυριαρχήσω | επικυριαρχήσει | ||
β' ενικ. | επικυριάρχησες | θα επικυριαρχήσεις | να επικυριαρχήσεις | επικυριάρχησε | ||
γ' ενικ. | επικυριάρχησε | θα επικυριαρχήσει | να επικυριαρχήσει | |||
α' πληθ. | επικυριαρχήσαμε | θα επικυριαρχήσουμε | να επικυριαρχήσουμε | |||
β' πληθ. | επικυριαρχήσατε | θα επικυριαρχήσετε | να επικυριαρχήσετε | επικυριαρχήστε | ||
γ' πληθ. | επικυριάρχησαν επικυριαρχήσαν(ε) |
θα επικυριαρχήσουν(ε) | να επικυριαρχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικυριαρχήσει | είχα επικυριαρχήσει | θα έχω επικυριαρχήσει | να έχω επικυριαρχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επικυριαρχήσει | είχες επικυριαρχήσει | θα έχεις επικυριαρχήσει | να έχεις επικυριαρχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επικυριαρχήσει | είχε επικυριαρχήσει | θα έχει επικυριαρχήσει | να έχει επικυριαρχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικυριαρχήσει | είχαμε επικυριαρχήσει | θα έχουμε επικυριαρχήσει | να έχουμε επικυριαρχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επικυριαρχήσει | είχατε επικυριαρχήσει | θα έχετε επικυριαρχήσει | να έχετε επικυριαρχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικυριαρχήσει | είχαν επικυριαρχήσει | θα έχουν επικυριαρχήσει | να έχουν επικυριαρχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικυριαρχώ