επικατάρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικατάρατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπικατάρατος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κατάρατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.kaˈta.ɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κα‐τά‐ρα‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαεπικατάρατος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικατάρατος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επικατάρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας