εξεπιτούτου
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
εξεπιτούτου
- εξεπίτηδες, σκόπιμα
- ※ Κάπου κάπου θα πετάω κανένα χωρατό, αυτό το κάνω εξεπιτούτου, αλλιώτικα το γράμμα μου θάναι στυφό, κι ίσως να σου φέρει δύσπνοια (Μανώλης Μιχαλάκης, Γράμμα στη μάνα μου: μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 1980, σελ. 281)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξεπιτούτου
|