επιμηθέας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιμηθέας < (αρχαία ελληνική ) Ἐπιμηθεύς επι- + μανθανω-μαθαινω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιμηθέας αρσενικό
- αυτός που δεν είναι προνοητικός, σαν τον Επιμηθέα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιμηθέας
|