προμηθέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμηθέας < αρχαία ελληνική Προμηθεύς από την αιτιατική σε -έα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρομηθέας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμηθέας
|
Δείτε επίσης : Προμηθέας |
προμηθέας αρσενικό
|