επιστηρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστηρίζω < αρχαία ελληνική ἐπιστηρίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + στηρίζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.stiˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στη‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιστηρίζω
- (λόγιο) στηρίζω, υποστηρίζω
- ※ Δεν θα χρησιμοποιήσω λόγια παρμένα από την Αγία Γραφή, η την αγιοπατερική σοφία προκειμένου να επιστηρίξω τα όσα παραπάνω εσημείωσα. Θα μπορούσα να το κάνω. Όμως θα αναφέρω τους στίχους του νεοέλληνα συνθέτη ο οποίος, αληθινά, αγωνιστικά, Ελληνικά και παλληκαρίσια, διατρανώνει την αλήθεια ότι το D.N.A. μας είναι ξεχωριστό και εξαιρετικά ανθεκτικό.
- Πατρών Χρυσόστομος: Χτυπούν τα ιερά και τα όσια μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά το σκαρί μένει όρθιο, vimaorthodoxias.gr, 6 Σεπτεμβρίου 2014
- ※ Το γεγονός δηλαδή ότι η εν λόγω αίτηση πρωτοκολλήθηκε και υφίσταται στον σχετικό διοικητικό φάκελο δεν την καθιστά διοικητικό έγγραφο (με την ευρεία του όρου έννοια), καθόσον δεν επιστήριξε μετέπειτα κάποια κρίση της Διοίκησης.
- Πρόσβαση σε έγγραφα αιτήσεων και καταγγελιών σε ανεξάρτητη αρχή και προστασία προσωπικών δεδομένων (ΝΣΚ), lawspot.gr, 3 Ιουλίου 2020
- ※ Δεν θα χρησιμοποιήσω λόγια παρμένα από την Αγία Γραφή, η την αγιοπατερική σοφία προκειμένου να επιστηρίξω τα όσα παραπάνω εσημείωσα. Θα μπορούσα να το κάνω. Όμως θα αναφέρω τους στίχους του νεοέλληνα συνθέτη ο οποίος, αληθινά, αγωνιστικά, Ελληνικά και παλληκαρίσια, διατρανώνει την αλήθεια ότι το D.N.A. μας είναι ξεχωριστό και εξαιρετικά ανθεκτικό.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιστηρίζω | επιστήριζα | θα επιστηρίζω | να επιστηρίζω | επιστηρίζοντας | |
β' ενικ. | επιστηρίζεις | επιστήριζες | θα επιστηρίζεις | να επιστηρίζεις | επιστήριζε | |
γ' ενικ. | επιστηρίζει | επιστήριζε | θα επιστηρίζει | να επιστηρίζει | ||
α' πληθ. | επιστηρίζουμε | επιστηρίζαμε | θα επιστηρίζουμε | να επιστηρίζουμε | ||
β' πληθ. | επιστηρίζετε | επιστηρίζατε | θα επιστηρίζετε | να επιστηρίζετε | επιστηρίζετε | |
γ' πληθ. | επιστηρίζουν(ε) | επιστήριζαν επιστηρίζαν(ε) |
θα επιστηρίζουν(ε) | να επιστηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιστήριξα | θα επιστηρίξω | να επιστηρίξω | επιστηρίξει | ||
β' ενικ. | επιστήριξες | θα επιστηρίξεις | να επιστηρίξεις | επιστήριξε | ||
γ' ενικ. | επιστήριξε | θα επιστηρίξει | να επιστηρίξει | |||
α' πληθ. | επιστηρίξαμε | θα επιστηρίξουμε | να επιστηρίξουμε | |||
β' πληθ. | επιστηρίξατε | θα επιστηρίξετε | να επιστηρίξετε | επιστηρίξτε | ||
γ' πληθ. | επιστήριξαν επιστηρίξαν(ε) |
θα επιστηρίξουν(ε) | να επιστηρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιστηρίξει | είχα επιστηρίξει | θα έχω επιστηρίξει | να έχω επιστηρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις επιστηρίξει | είχες επιστηρίξει | θα έχεις επιστηρίξει | να έχεις επιστηρίξει | ||
γ' ενικ. | έχει επιστηρίξει | είχε επιστηρίξει | θα έχει επιστηρίξει | να έχει επιστηρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιστηρίξει | είχαμε επιστηρίξει | θα έχουμε επιστηρίξει | να έχουμε επιστηρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε επιστηρίξει | είχατε επιστηρίξει | θα έχετε επιστηρίξει | να έχετε επιστηρίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιστηρίξει | είχαν επιστηρίξει | θα έχουν επιστηρίξει | να έχουν επιστηρίξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιστηρίζομαι | επιστηριζόμουν(α) | θα επιστηρίζομαι | να επιστηρίζομαι | επιστηριζόμενος | |
β' ενικ. | επιστηρίζεσαι | επιστηριζόσουν(α) | θα επιστηρίζεσαι | να επιστηρίζεσαι | (επιστηρίζου) | |
γ' ενικ. | επιστηρίζεται | επιστηριζόταν(ε) | θα επιστηρίζεται | να επιστηρίζεται | ||
α' πληθ. | επιστηριζόμαστε | επιστηριζόμαστε επιστηριζόμασταν |
θα επιστηριζόμαστε | να επιστηριζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιστηρίζεστε | επιστηριζόσαστε επιστηριζόσασταν |
θα επιστηρίζεστε | να επιστηρίζεστε | (επιστηρίζεστε) | |
γ' πληθ. | επιστηρίζονται | επιστηρίζονταν επιστηριζόντουσαν |
θα επιστηρίζονται | να επιστηρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιστηρίχτηκα | θα επιστηριχτώ | να επιστηριχτώ | επιστηριχτεί | ||
β' ενικ. | επιστηρίχτηκες | θα επιστηριχτείς | να επιστηριχτείς | επιστηρίξου | ||
γ' ενικ. | επιστηρίχτηκε | θα επιστηριχτεί | να επιστηριχτεί | |||
α' πληθ. | επιστηριχτήκαμε | θα επιστηριχτούμε | να επιστηριχτούμε | |||
β' πληθ. | επιστηριχτήκατε | θα επιστηριχτείτε | να επιστηριχτείτε | επιστηριχτείτε | ||
γ' πληθ. | επιστηρίχτηκαν επιστηριχτήκαν(ε) |
θα επιστηριχτούν(ε) | να επιστηριχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιστηριχτεί | είχα επιστηριχτεί | θα έχω επιστηριχτεί | να έχω επιστηριχτεί | επιστηριγμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιστηριχτεί | είχες επιστηριχτεί | θα έχεις επιστηριχτεί | να έχεις επιστηριχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιστηριχτεί | είχε επιστηριχτεί | θα έχει επιστηριχτεί | να έχει επιστηριχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιστηριχτεί | είχαμε επιστηριχτεί | θα έχουμε επιστηριχτεί | να έχουμε επιστηριχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιστηριχτεί | είχατε επιστηριχτεί | θα έχετε επιστηριχτεί | να έχετε επιστηριχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιστηριχτεί | είχαν επιστηριχτεί | θα έχουν επιστηριχτεί | να έχουν επιστηριχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστηρίζω
→ δείτε τις λέξεις στηρίζω και υποστηρίζω |
Πηγές
επεξεργασία- επιστηρίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)