Δείτε επίσης: ἐπιστηρίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιστηρίζω < αρχαία ελληνική ἐπιστηρίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + στηρίζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.stiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στη‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

επιστηρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • επιστηρίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)