Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιχιασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επιχιασμ
ός
οι
επιχιασμ
οί
γενική
του
επιχιασμ
ού
των
επιχιασμ
ών
αιτιατική
τον
επιχιασμ
ό
τους
επιχιασμ
ούς
κλητική
επιχιασμ
έ
επιχιασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιχιασμός
<
επι-
+
χιασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιχιασμός
αρσενικό
(
βιολογία
) η
επίτευξη
χιασμού
/
χιάσματος
χρωμοσωμάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Επιχιασμός χρωμοσωμάτων
στη
Βικιπαίδεια
Γενετική σύνδεση
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιχιασμός