• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επιχιασμός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιχιασμός οι επιχιασμοί
      γενική του επιχιασμού των επιχιασμών
    αιτιατική τον επιχιασμό τους επιχιασμούς
     κλητική επιχιασμέ επιχιασμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιχιασμός < επι- + χιασμός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επιχιασμός αρσενικό

  • (βιολογία) η επίτευξη χιασμού / χιάσματος χρωμοσωμάτων

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Επιχιασμός χρωμοσωμάτων στη Βικιπαίδεια  
  • Γενετική σύνδεση στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιχιασμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιχιασμός&oldid=4846030"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie