Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχρύσωση οι επιχρυσώσεις
      γενική της επιχρύσωσης* των επιχρυσώσεων
    αιτιατική την επιχρύσωση τις επιχρυσώσεις
     κλητική επιχρύσωση επιχρυσώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχρυσώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιχρύσωση < επι- + χρύσωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιχρύσωση θηλυκό

  • η διαδικασία κάλυψης ενός αντικειμένου (ή τμήματός του) με λεπτά φύλλα χρυσού ή επιμετάλλωσής του με λεπτό στρώμα χρυσού μέσω ηλεκτρόλυσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία