επιχρυσώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιχρυσώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχρυσώνω
- θα επιχρυσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχρυσώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
επιχρυσώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχρύσωση