επιχρυσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπιχρυσώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχρυσώνω | επιχρύσωνα | θα επιχρυσώνω | να επιχρυσώνω | επιχρυσώνοντας | |
β' ενικ. | επιχρυσώνεις | επιχρύσωνες | θα επιχρυσώνεις | να επιχρυσώνεις | επιχρύσωνε | |
γ' ενικ. | επιχρυσώνει | επιχρύσωνε | θα επιχρυσώνει | να επιχρυσώνει | ||
α' πληθ. | επιχρυσώνουμε | επιχρυσώναμε | θα επιχρυσώνουμε | να επιχρυσώνουμε | ||
β' πληθ. | επιχρυσώνετε | επιχρυσώνατε | θα επιχρυσώνετε | να επιχρυσώνετε | επιχρυσώνετε | |
γ' πληθ. | επιχρυσώνουν(ε) | επιχρύσωναν επιχρυσώναν(ε) |
θα επιχρυσώνουν(ε) | να επιχρυσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχρύσωσα | θα επιχρυσώσω | να επιχρυσώσω | επιχρυσώσει | ||
β' ενικ. | επιχρύσωσες | θα επιχρυσώσεις | να επιχρυσώσεις | επιχρύσωσε | ||
γ' ενικ. | επιχρύσωσε | θα επιχρυσώσει | να επιχρυσώσει | |||
α' πληθ. | επιχρυσώσαμε | θα επιχρυσώσουμε | να επιχρυσώσουμε | |||
β' πληθ. | επιχρυσώσατε | θα επιχρυσώσετε | να επιχρυσώσετε | επιχρυσώστε | ||
γ' πληθ. | επιχρύσωσαν επιχρυσώσαν(ε) |
θα επιχρυσώσουν(ε) | να επιχρυσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχρυσώσει | είχα επιχρυσώσει | θα έχω επιχρυσώσει | να έχω επιχρυσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχρυσώσει | είχες επιχρυσώσει | θα έχεις επιχρυσώσει | να έχεις επιχρυσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχρυσώσει | είχε επιχρυσώσει | θα έχει επιχρυσώσει | να έχει επιχρυσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχρυσώσει | είχαμε επιχρυσώσει | θα έχουμε επιχρυσώσει | να έχουμε επιχρυσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχρυσώσει | είχατε επιχρυσώσει | θα έχετε επιχρυσώσει | να έχετε επιχρυσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχρυσώσει | είχαν επιχρυσώσει | θα έχουν επιχρυσώσει | να έχουν επιχρυσώσει |
|