επιφυλλίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιφυλλίδα <ελληνιστική κοινή ἐπιφυλλίς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική feuilleton
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.fiˈli.ða/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐φυλ‐λί‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιφυλλίδα θηλυκό
- (λογοτεχνία) είδος δοκιμιακού κειμένου που δημοσιεύεται σε εφημερίδα (συνήθως σε συγκεκριμένη θέση)
Επεξεργασία
- επιφυλλιδογραφία
- επιφυλλιδογράφος
- → δείτε τις λέξεις επι και φύλλο