Δείτε επίσης: επίφυλλο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιφυλλίδα οι επιφυλλίδες
      γενική της επιφυλλίδας των επιφυλλίδων
    αιτιατική την επιφυλλίδα τις επιφυλλίδες
     κλητική επιφυλλίδα επιφυλλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιφυλλίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιφυλλίς + -ίδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική feuilleton[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.fiˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐φυλ‐λί‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιφυλλίδα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία