επιφυλλιδογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφυλλιδογράφος < επιφυλλίδ(α) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιφυλλιδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την επιφυλλιδογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιφυλλιδογράφος
|