επικηρύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικηρύσσω < ἐπι- + κηρύσσω
Ρήμα
επεξεργασίαεπικηρύσσω, αόρ.: επικήρυξα, παθ.φωνή: επικηρύσσομαι, π.αόρ.: επικηρύχθηκα, μτχ.π.π.: επικηρυγμένος
- ανακοινώνω ότι προσφέρω οικονομικό αντάλλαγμα για την ανακάλυψη καταζητούμενου
Συγγενικά
επεξεργασία- επικηρυγμένος
- επικήρυξη
- → δείτε τις λέξεις επί και κηρύσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικηρύσσω | επικήρυσσα | θα επικηρύσσω | να επικηρύσσω | επικηρύσσοντας | |
β' ενικ. | επικηρύσσεις | επικήρυσσες | θα επικηρύσσεις | να επικηρύσσεις | επικήρυσσε | |
γ' ενικ. | επικηρύσσει | επικήρυσσε | θα επικηρύσσει | να επικηρύσσει | ||
α' πληθ. | επικηρύσσουμε | επικηρύσσαμε | θα επικηρύσσουμε | να επικηρύσσουμε | ||
β' πληθ. | επικηρύσσετε | επικηρύσσατε | θα επικηρύσσετε | να επικηρύσσετε | επικηρύσσετε | |
γ' πληθ. | επικηρύσσουν(ε) | επικήρυσσαν επικηρύσσαν(ε) |
θα επικηρύσσουν(ε) | να επικηρύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικήρυξα | θα επικηρύξω | να επικηρύξω | επικηρύξει | ||
β' ενικ. | επικήρυξες | θα επικηρύξεις | να επικηρύξεις | επικήρυξε | ||
γ' ενικ. | επικήρυξε | θα επικηρύξει | να επικηρύξει | |||
α' πληθ. | επικηρύξαμε | θα επικηρύξουμε | να επικηρύξουμε | |||
β' πληθ. | επικηρύξατε | θα επικηρύξετε | να επικηρύξετε | επικηρύξτε | ||
γ' πληθ. | επικήρυξαν επικηρύξαν(ε) |
θα επικηρύξουν(ε) | να επικηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικηρύξει | είχα επικηρύξει | θα έχω επικηρύξει | να έχω επικηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις επικηρύξει | είχες επικηρύξει | θα έχεις επικηρύξει | να έχεις επικηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει επικηρύξει | είχε επικηρύξει | θα έχει επικηρύξει | να έχει επικηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικηρύξει | είχαμε επικηρύξει | θα έχουμε επικηρύξει | να έχουμε επικηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε επικηρύξει | είχατε επικηρύξει | θα έχετε επικηρύξει | να έχετε επικηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικηρύξει | είχαν επικηρύξει | θα έχουν επικηρύξει | να έχουν επικηρύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικηρύσσομαι | επικηρυσσόμουν(α) | θα επικηρύσσομαι | να επικηρύσσομαι | ||
β' ενικ. | επικηρύσσεσαι | επικηρυσσόσουν(α) | θα επικηρύσσεσαι | να επικηρύσσεσαι | ||
γ' ενικ. | επικηρύσσεται | επικηρυσσόταν(ε) | θα επικηρύσσεται | να επικηρύσσεται | ||
α' πληθ. | επικηρυσσόμαστε | επικηρυσσόμαστε επικηρυσσόμασταν |
θα επικηρυσσόμαστε | να επικηρυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | επικηρύσσεστε | επικηρυσσόσαστε επικηρυσσόσασταν |
θα επικηρύσσεστε | να επικηρύσσεστε | (επικηρύσσεστε) | |
γ' πληθ. | επικηρύσσονται | επικηρύσσονταν επικηρυσσόντουσαν |
θα επικηρύσσονται | να επικηρύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικηρύχτηκα | θα επικηρυχτώ | να επικηρυχτώ | επικηρυχτεί | ||
β' ενικ. | επικηρύχτηκες | θα επικηρυχτείς | να επικηρυχτείς | επικηρύξου | ||
γ' ενικ. | επικηρύχτηκε | θα επικηρυχτεί | να επικηρυχτεί | |||
α' πληθ. | επικηρυχτήκαμε | θα επικηρυχτούμε | να επικηρυχτούμε | |||
β' πληθ. | επικηρυχτήκατε | θα επικηρυχτείτε | να επικηρυχτείτε | επικηρυχτείτε | ||
γ' πληθ. | επικηρύχτηκαν επικηρυχτήκαν(ε) |
θα επικηρυχτούν(ε) | να επικηρυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επικηρυχτεί | είχα επικηρυχτεί | θα έχω επικηρυχτεί | να έχω επικηρυχτεί | επικηρυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις επικηρυχτεί | είχες επικηρυχτεί | θα έχεις επικηρυχτεί | να έχεις επικηρυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επικηρυχτεί | είχε επικηρυχτεί | θα έχει επικηρυχτεί | να έχει επικηρυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επικηρυχτεί | είχαμε επικηρυχτεί | θα έχουμε επικηρυχτεί | να έχουμε επικηρυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επικηρυχτεί | είχατε επικηρυχτεί | θα έχετε επικηρυχτεί | να έχετε επικηρυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επικηρυχτεί | είχαν επικηρυχτεί | θα έχουν επικηρυχτεί | να έχουν επικηρυχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επικηρυγμένος - είμαστε, είστε, είναι επικηρυγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επικηρυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επικηρυγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επικηρυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επικηρυγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επικηρυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επικηρυγμένοι |