↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικηρυγμένος η επικηρυγμένη το επικηρυγμένο
      γενική του επικηρυγμένου της επικηρυγμένης του επικηρυγμένου
    αιτιατική τον επικηρυγμένο την επικηρυγμένη το επικηρυγμένο
     κλητική επικηρυγμένε επικηρυγμένη επικηρυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικηρυγμένοι οι επικηρυγμένες τα επικηρυγμένα
      γενική των επικηρυγμένων των επικηρυγμένων των επικηρυγμένων
    αιτιατική τους επικηρυγμένους τις επικηρυγμένες τα επικηρυγμένα
     κλητική επικηρυγμένοι επικηρυγμένες επικηρυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικηρυγμένος < αρχαία ελληνική ἐπικεκηρυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπικηρύσσω

επικηρυγμένος, -η, -ο

  1. που έχει επικηρυχθεί, που καταδιώκεται λόγω επικήρυξης των διωκτικών αρχών
  2. (μεταφορικά) ο κυνηγημένος, αυτός που τον αναζητούν πολλοί
    ※  είναι επικηρυγμένος από τα πεθερικά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία