επιδιαιτητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπιδιαιτητής αρσενικό
- ανώτατος διαιτητής που εκλέγεται από τους διαδίκους σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών και εκδίδει τελεσίδικη απόφαση
Συγγενικά
επεξεργασία- επιδιαιτησία
- επιδιαιτητικός
- → δείτε τις λέξεις επί και διαιτητής