επιδιαιτητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδιαιτητικός < επιδιαιτητής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
επιδιαιτητικός
- που έχει σχέση με τον επιδιαιτητή ή την επιδιαιτησία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επιδιαιτητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδιαιτητικός
|