επισκαλμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισκαλμίδα < επι- + ελληνιστική κοινή σκαλμίδιον + -α < αρχαία ελληνική σκαλμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπισκαλμίδα θηλυκό (λόγιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία επισκαλμίδα
|
επισκαλμίδα θηλυκό (λόγιο)
|