• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επισκαλμίδα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκαλμίδα οι επισκαλμίδες
      γενική της επισκαλμίδας των επισκαλμίδων
    αιτιατική την επισκαλμίδα τις επισκαλμίδες
     κλητική επισκαλμίδα επισκαλμίδες
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επισκαλμίδα < επι- + ελληνιστική κοινή σκαλμίδιον + -α < αρχαία ελληνική σκαλμός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επισκαλμίδα θηλυκό (λόγιο)

  1. (ναυπηγικός όρος) σκαλμοδόχη
  2. (ναυπηγικός όρος) κουπαστή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επισκαλμίδα
  • → δείτε τις λέξεις σκαλμοδόχη και κουπαστή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επισκαλμίδα&oldid=4694628"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2020, στις 03:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2020, στις 03:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie