Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιβραδυντής οι επιβραδυντές
      γενική του επιβραδυντή των επιβραδυντών
    αιτιατική τον επιβραδυντή τους επιβραδυντές
     κλητική επιβραδυντή επιβραδυντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβραδυντής < επιβραδύν(ω) + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική retardateur [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.vɾa.ðinˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βρα‐δυ‐ντής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιβραδυντής αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και βραδύς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία