επιβραδυντής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβραδυντής < επιβραδύν(ω) + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική retardateur [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.vɾa.ðinˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βρα‐δυ‐ντής
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιβραδυντής αρσενικό
- (χημεία) ουσία που επιβραδύνει τη διαδικασία μιας χημικής αντίδρασης
- (πυρηνική φυσική) υλικό των πυρηνικών αντιδραστήρων που μειώνει την ταχύτητα ορισμένων αντιδράσεων
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις επί και βραδύς
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιβραδυντής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας