Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβραδυντικός η επιβραδυντική το επιβραδυντικό
      γενική του επιβραδυντικού της επιβραδυντικής του επιβραδυντικού
    αιτιατική τον επιβραδυντικό την επιβραδυντική το επιβραδυντικό
     κλητική επιβραδυντικέ επιβραδυντική επιβραδυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβραδυντικοί οι επιβραδυντικές τα επιβραδυντικά
      γενική των επιβραδυντικών των επιβραδυντικών των επιβραδυντικών
    αιτιατική τους επιβραδυντικούς τις επιβραδυντικές τα επιβραδυντικά
     κλητική επιβραδυντικοί επιβραδυντικές επιβραδυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβραδυντικός < επιβραδύνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

επιβραδυντικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία