επιβραδυντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβραδυντικός < επιβραδύνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιβραδυντικός
- που έχει σχέση με επιβράδυνση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιβραδυντικός
|