επιβραδυντικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιβραδυντικό
- αιτιατική ενικού του επιβραδυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επιβραδυντικός
Σύνθετα επεξεργασία
- επιβραδυντικό καύσης (χημεία, flame retardant)