επικαρπούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικαρπούμαι < επι- + καρπούμαι (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική usufruct ή από τη γαλλική avoir l΄usufruit)[1]
Ρήμα
επεξεργασίαεπικαρπούμαι, -ούσαι, π.αόρ.: επικαρπώθηκα (αποθετικό ρήμα) [2]
- (νομικός όρος, λόγιο) άλλη μορφή του επικαρπώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικαρπούμαι
|
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επικαρπώνομαι, επικαρπούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «επικαρπούμαι (& επικαρπώνομαι)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)