Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικαρπώνομαι < επικαρπία + -ώνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruct)

  Ρήμα επεξεργασία

επικαρπώνομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία