Ετυμολογία

επεξεργασία
επικαρπώνομαι < επικαρπία + -ώνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruct)

επικαρπώνομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία