Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικαρπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επικαρπωμέν
ος
η
επικαρπωμέν
η
το
επικαρπωμέν
ο
γενική
του
επικαρπωμέν
ου
της
επικαρπωμέν
ης
του
επικαρπωμέν
ου
αιτιατική
τον
επικαρπωμέν
ο
την
επικαρπωμέν
η
το
επικαρπωμέν
ο
κλητική
επικαρπωμέν
ε
επικαρπωμέν
η
επικαρπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επικαρπωμέν
οι
οι
επικαρπωμέν
ες
τα
επικαρπωμέν
α
γενική
των
επικαρπωμέν
ων
των
επικαρπωμέν
ων
των
επικαρπωμέν
ων
αιτιατική
τους
επικαρπωμέν
ους
τις
επικαρπωμέν
ες
τα
επικαρπωμέν
α
κλητική
επικαρπωμέν
οι
επικαρπωμέν
ες
επικαρπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επικαρπωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επικαρπώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικαρπωμένος