Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικαρπωμένος η επικαρπωμένη το επικαρπωμένο
      γενική του επικαρπωμένου της επικαρπωμένης του επικαρπωμένου
    αιτιατική τον επικαρπωμένο την επικαρπωμένη το επικαρπωμένο
     κλητική επικαρπωμένε επικαρπωμένη επικαρπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικαρπωμένοι οι επικαρπωμένες τα επικαρπωμένα
      γενική των επικαρπωμένων των επικαρπωμένων των επικαρπωμένων
    αιτιατική τους επικαρπωμένους τις επικαρπωμένες τα επικαρπωμένα
     κλητική επικαρπωμένοι επικαρπωμένες επικαρπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

επικαρπωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία