επιφώτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιφώτιση | οι | επιφωτίσεις |
γενική | της | επιφώτισης* | των | επιφωτίσεων |
αιτιατική | την | επιφώτιση | τις | επιφωτίσεις |
κλητική | επιφώτιση | επιφωτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφωτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιφώτιση < επι- + φώτιση < ελληνιστική κοινή φώτισις < αρχαία ελληνική φωτίζω < φάος / φῶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιφώτιση θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) η επιπλέον φώτιση
- ※ Όταν το διάβασα, ένιωσα επιφώτιση! Έχεις έναν φτωχό άνθρωπο και με κάτι εξισώσεις, κάτι σημαδάκια στο χαρτί (σχεδόν άμπρα–κατάμπρα δηλαδή) καταφέρνεις αυτός να πάει στο σπίτι του δύο ώρες νωρίτερα! Αυτή η σύζευξη μαθηματικών με την ανθρώπινη ευτυχία και δικαιοσύνη ήταν μια αποκάλυψη, μια μάγευση των μαθηματικών μέσω της τεχνολογίας. Έτσι έπαυσα να σκέφτομαι αν θα γίνω αρχαιολόγος ή φιλόλογος και άρχισα να λέω ότι θα γίνω μαθηματικός ή μηχανικός. (εφ. Το Βήμα, 31.12.2019)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιφώτιση
|