Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδοτώ < επι- + -δοτώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ðoˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

επιδοτώ (παθητική φωνή: επιδοτούμαι)

  1. παρέχω επιδότηση
  2. παρέχω επίδομα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία