επιδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ðoˈto/
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδοτώ (παθητική φωνή: επιδοτούμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- επιδοτημένος
- επιδότηση
- επιδοτούμενος
- → δείτε τις λέξεις επί και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδοτώ | επιδοτούσα | θα επιδοτώ | να επιδοτώ | επιδοτώντας | |
β' ενικ. | επιδοτείς | επιδοτούσες | θα επιδοτείς | να επιδοτείς | (επιδότει) | |
γ' ενικ. | επιδοτεί | επιδοτούσε | θα επιδοτεί | να επιδοτεί | ||
α' πληθ. | επιδοτούμε | επιδοτούσαμε | θα επιδοτούμε | να επιδοτούμε | ||
β' πληθ. | επιδοτείτε | επιδοτούσατε | θα επιδοτείτε | να επιδοτείτε | επιδοτείτε | |
γ' πληθ. | επιδοτούν(ε) | επιδοτούσαν(ε) | θα επιδοτούν(ε) | να επιδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδότησα | θα επιδοτήσω | να επιδοτήσω | επιδοτήσει | ||
β' ενικ. | επιδότησες | θα επιδοτήσεις | να επιδοτήσεις | επιδότησε | ||
γ' ενικ. | επιδότησε | θα επιδοτήσει | να επιδοτήσει | |||
α' πληθ. | επιδοτήσαμε | θα επιδοτήσουμε | να επιδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | επιδοτήσατε | θα επιδοτήσετε | να επιδοτήσετε | επιδοτήστε | ||
γ' πληθ. | επιδότησαν επιδοτήσαν(ε) |
θα επιδοτήσουν(ε) | να επιδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιδοτήσει | είχα επιδοτήσει | θα έχω επιδοτήσει | να έχω επιδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιδοτήσει | είχες επιδοτήσει | θα έχεις επιδοτήσει | να έχεις επιδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιδοτήσει | είχε επιδοτήσει | θα έχει επιδοτήσει | να έχει επιδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδοτήσει | είχαμε επιδοτήσει | θα έχουμε επιδοτήσει | να έχουμε επιδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιδοτήσει | είχατε επιδοτήσει | θα έχετε επιδοτήσει | να έχετε επιδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδοτήσει | είχαν επιδοτήσει | θα έχουν επιδοτήσει | να έχουν επιδοτήσει |
|