Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπτερύγιος η επιπτερύγια το επιπτερύγιο
      γενική του επιπτερύγιου της επιπτερύγιας του επιπτερύγιου
    αιτιατική τον επιπτερύγιο την επιπτερύγια το επιπτερύγιο
     κλητική επιπτερύγιε επιπτερύγια επιπτερύγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπτερύγιοι οι επιπτερύγιες τα επιπτερύγια
      γενική των επιπτερύγιων των επιπτερύγιων των επιπτερύγιων
    αιτιατική τους επιπτερύγιους τις επιπτερύγιες τα επιπτερύγια
     κλητική επιπτερύγιοι επιπτερύγιες επιπτερύγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπτερύγιος < επι- + πτερύγιο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική overwing)

  Επίθετο επεξεργασία

επιπτερύγιος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία