Δείτε επίσης: επίπαγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπαγής η επιπαγής το επιπαγές
      γενική του επιπαγούς* της επιπαγούς του επιπαγούς
    αιτιατική τον επιπαγή την επιπαγή το επιπαγές
     κλητική επιπαγή(ς) επιπαγής επιπαγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπαγείς οι επιπαγείς τα επιπαγή
      γενική των επιπαγών των επιπαγών των επιπαγών
    αιτιατική τους επιπαγείς τις επιπαγείς τα επιπαγή
     κλητική επιπαγείς επιπαγείς επιπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπαγής < επι- + πάγος + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

επιπαγής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία