Δείτε επίσης: ἐπίπαγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίπαγος οι επίπαγοι
      γενική του επίπαγου
επιπάγου
των επίπαγων
επιπάγων
    αιτιατική τον επίπαγο τους επίπαγους
επιπάγους
     κλητική επίπαγε επίπαγοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίπαγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίπαγος (πετρωμένη κρούστα) < ἐπί + < πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίπαγος αρσενικό

  • (γεωλογία) η στερεά κρούστα πάγου ή βράχου πάνω σε ένα αντικείμενο, ή και γύρω από αυτό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία