επικατασκευαστικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επικατασκευαστικός < επι- + κατασκευαστικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επικατασκευαστικός
- που σχετίζεται με πρόσθετες εργασίες που γίνονται μετά την κατασκευή
- ※ Το έργο έχει ενταχθεί με τον τίτλο «Ανάπλαση της πολιτιστικής γειτονιάς- Διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, επικατασκευαστικές εργασίες αποκατάστασης κτισμάτων και βυζαντινών τειχών Θεσσαλονίκης», στο Χρηματοδοτικό Μέσο «Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος 2004- 2009», από το Δήμο Νεάπολης- Συκεών. (*)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επικατασκευαστικός