Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικατασκευαστικός η επικατασκευαστική το επικατασκευαστικό
      γενική του επικατασκευαστικού της επικατασκευαστικής του επικατασκευαστικού
    αιτιατική τον επικατασκευαστικό την επικατασκευαστική το επικατασκευαστικό
     κλητική επικατασκευαστικέ επικατασκευαστική επικατασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικατασκευαστικοί οι επικατασκευαστικές τα επικατασκευαστικά
      γενική των επικατασκευαστικών των επικατασκευαστικών των επικατασκευαστικών
    αιτιατική τους επικατασκευαστικούς τις επικατασκευαστικές τα επικατασκευαστικά
     κλητική επικατασκευαστικοί επικατασκευαστικές επικατασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικατασκευαστικός < επι- + κατασκευαστικός

  Επίθετο επεξεργασία

επικατασκευαστικός

  • που σχετίζεται με πρόσθετες εργασίες που γίνονται μετά την κατασκευή
    ※  Το έργο έχει ενταχθεί με τον τίτλο «Ανάπλαση της πολιτιστικής γειτονιάς- Διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, επικατασκευαστικές εργασίες αποκατάστασης κτισμάτων και βυζαντινών τειχών Θεσσαλονίκης», στο Χρηματοδοτικό Μέσο «Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος 2004- 2009», από το Δήμο Νεάπολης- Συκεών. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία