Ετυμολογία

επεξεργασία
επινικελώνω < επι- + νικελώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.ni.ceˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐νι‐κε‐λώ‐νω

επινικελώνω, αόρ.: επινικέλωσα, παθ.φωνή: επινικελώνομαι, π.αόρ.: επινικελώθηκα, μτχ.π.π.: επινικελωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία