επινικελώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ni.ceˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐νι‐κε‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεπινικελώνω, αόρ.: επινικέλωσα, παθ.φωνή: επινικελώνομαι, π.αόρ.: επινικελώθηκα, μτχ.π.π.: επινικελωμένος
- καλύπτω με στρώση νικελίου, με ηλεκτρολυτική μέθοδο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νικέλιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επινικελώνω | επινικέλωνα | θα επινικελώνω | να επινικελώνω | επινικελώνοντας | |
β' ενικ. | επινικελώνεις | επινικέλωνες | θα επινικελώνεις | να επινικελώνεις | επινικέλωνε | |
γ' ενικ. | επινικελώνει | επινικέλωνε | θα επινικελώνει | να επινικελώνει | ||
α' πληθ. | επινικελώνουμε | επινικελώναμε | θα επινικελώνουμε | να επινικελώνουμε | ||
β' πληθ. | επινικελώνετε | επινικελώνατε | θα επινικελώνετε | να επινικελώνετε | επινικελώνετε | |
γ' πληθ. | επινικελώνουν(ε) | επινικέλωναν επινικελώναν(ε) |
θα επινικελώνουν(ε) | να επινικελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επινικέλωσα | θα επινικελώσω | να επινικελώσω | επινικελώσει | ||
β' ενικ. | επινικέλωσες | θα επινικελώσεις | να επινικελώσεις | επινικέλωσε | ||
γ' ενικ. | επινικέλωσε | θα επινικελώσει | να επινικελώσει | |||
α' πληθ. | επινικελώσαμε | θα επινικελώσουμε | να επινικελώσουμε | |||
β' πληθ. | επινικελώσατε | θα επινικελώσετε | να επινικελώσετε | επινικελώστε | ||
γ' πληθ. | επινικέλωσαν επινικελώσαν(ε) |
θα επινικελώσουν(ε) | να επινικελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επινικελώσει | είχα επινικελώσει | θα έχω επινικελώσει | να έχω επινικελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επινικελώσει | είχες επινικελώσει | θα έχεις επινικελώσει | να έχεις επινικελώσει | έχε επινικελωμένο | |
γ' ενικ. | έχει επινικελώσει | είχε επινικελώσει | θα έχει επινικελώσει | να έχει επινικελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επινικελώσει | είχαμε επινικελώσει | θα έχουμε επινικελώσει | να έχουμε επινικελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επινικελώσει | είχατε επινικελώσει | θα έχετε επινικελώσει | να έχετε επινικελώσει | έχετε επινικελωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν επινικελώσει | είχαν επινικελώσει | θα έχουν επινικελώσει | να έχουν επινικελώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επινικελωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επινικελωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επινικελωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επινικελωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επινικελώνομαι | επινικελωνόμουν(α) | θα επινικελώνομαι | να επινικελώνομαι | ||
β' ενικ. | επινικελώνεσαι | επινικελωνόσουν(α) | θα επινικελώνεσαι | να επινικελώνεσαι | ||
γ' ενικ. | επινικελώνεται | επινικελωνόταν(ε) | θα επινικελώνεται | να επινικελώνεται | ||
α' πληθ. | επινικελωνόμαστε | επινικελωνόμαστε επινικελωνόμασταν |
θα επινικελωνόμαστε | να επινικελωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επινικελώνεστε | επινικελωνόσαστε επινικελωνόσασταν |
θα επινικελώνεστε | να επινικελώνεστε | (επινικελώνεστε) | |
γ' πληθ. | επινικελώνονται | επινικελώνονταν επινικελωνόντουσαν |
θα επινικελώνονται | να επινικελώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επινικελώθηκα | θα επινικελωθώ | να επινικελωθώ | επινικελωθεί | ||
β' ενικ. | επινικελώθηκες | θα επινικελωθείς | να επινικελωθείς | επινικελώσου | ||
γ' ενικ. | επινικελώθηκε | θα επινικελωθεί | να επινικελωθεί | |||
α' πληθ. | επινικελωθήκαμε | θα επινικελωθούμε | να επινικελωθούμε | |||
β' πληθ. | επινικελωθήκατε | θα επινικελωθείτε | να επινικελωθείτε | επινικελωθείτε | ||
γ' πληθ. | επινικελώθηκαν επινικελωθήκαν(ε) |
θα επινικελωθούν(ε) | να επινικελωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επινικελωθεί | είχα επινικελωθεί | θα έχω επινικελωθεί | να έχω επινικελωθεί | επινικελωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επινικελωθεί | είχες επινικελωθεί | θα έχεις επινικελωθεί | να έχεις επινικελωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επινικελωθεί | είχε επινικελωθεί | θα έχει επινικελωθεί | να έχει επινικελωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επινικελωθεί | είχαμε επινικελωθεί | θα έχουμε επινικελωθεί | να έχουμε επινικελωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επινικελωθεί | είχατε επινικελωθεί | θα έχετε επινικελωθεί | να έχετε επινικελωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επινικελωθεί | είχαν επινικελωθεί | θα έχουν επινικελωθεί | να έχουν επινικελωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επινικελωμένος - είμαστε, είστε, είναι επινικελωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επινικελωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επινικελωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επινικελωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επινικελωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επινικελωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επινικελωμένοι |