↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρολυτικός η ηλεκτρολυτική το ηλεκτρολυτικό
      γενική του ηλεκτρολυτικού της ηλεκτρολυτικής του ηλεκτρολυτικού
    αιτιατική τον ηλεκτρολυτικό την ηλεκτρολυτική το ηλεκτρολυτικό
     κλητική ηλεκτρολυτικέ ηλεκτρολυτική ηλεκτρολυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρολυτικοί οι ηλεκτρολυτικές τα ηλεκτρολυτικά
      γενική των ηλεκτρολυτικών των ηλεκτρολυτικών των ηλεκτρολυτικών
    αιτιατική τους ηλεκτρολυτικούς τις ηλεκτρολυτικές τα ηλεκτρολυτικά
     κλητική ηλεκτρολυτικοί ηλεκτρολυτικές ηλεκτρολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλεκτρολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electrolytic ή (λόγιο δάνειο) γαλλική électrolytique[1]: ηλεκτρολύτης + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλεκτρολυτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία