ηλεκτρολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτρολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electrolytic ή (λόγιο δάνειο) γαλλική électrolytique[1]: ηλεκτρολύτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαηλεκτρολυτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή συμβάλλει στην ηλεκτρόλυση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρολυτικός
- ↑ ηλεκτρολυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας