ηλεκτρολύτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτρολύτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτρολύτης αρσενικό
- ουσία που διαλύεται στο νερό παράγοντας ιόντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτρολύτης
ηλεκτρολύτης αρσενικό