νικελώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.ceˈlo.no/
Ρήμα επεξεργασία
νικελώνω
- σκεπάζω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με μία λεπτή στρώση νικέλιου [1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νικελώνω | νικέλωνα | θα νικελώνω | να νικελώνω | νικελώνοντας | |
β' ενικ. | νικελώνεις | νικέλωνες | θα νικελώνεις | να νικελώνεις | νικέλωνε | |
γ' ενικ. | νικελώνει | νικέλωνε | θα νικελώνει | να νικελώνει | ||
α' πληθ. | νικελώνουμε | νικελώναμε | θα νικελώνουμε | να νικελώνουμε | ||
β' πληθ. | νικελώνετε | νικελώνατε | θα νικελώνετε | να νικελώνετε | νικελώνετε | |
γ' πληθ. | νικελώνουν(ε) | νικέλωναν νικελώναν(ε) |
θα νικελώνουν(ε) | να νικελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νικέλωσα | θα νικελώσω | να νικελώσω | νικελώσει | ||
β' ενικ. | νικέλωσες | θα νικελώσεις | να νικελώσεις | νικέλωσε | ||
γ' ενικ. | νικέλωσε | θα νικελώσει | να νικελώσει | |||
α' πληθ. | νικελώσαμε | θα νικελώσουμε | να νικελώσουμε | |||
β' πληθ. | νικελώσατε | θα νικελώσετε | να νικελώσετε | νικελώστε | ||
γ' πληθ. | νικέλωσαν νικελώσαν(ε) |
θα νικελώσουν(ε) | να νικελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νικελώσει | είχα νικελώσει | θα έχω νικελώσει | να έχω νικελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις νικελώσει | είχες νικελώσει | θα έχεις νικελώσει | να έχεις νικελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει νικελώσει | είχε νικελώσει | θα έχει νικελώσει | να έχει νικελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νικελώσει | είχαμε νικελώσει | θα έχουμε νικελώσει | να έχουμε νικελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε νικελώσει | είχατε νικελώσει | θα έχετε νικελώσει | να έχετε νικελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νικελώσει | είχαν νικελώσει | θα έχουν νικελώσει | να έχουν νικελώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
νικελώνω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νέο Λεξικό της Γλώσσας μας - Μονοτονικό, σελ. 369, εκδόσεις Αιγαίο