επιβατήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβατήριος < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω < ἐπί + βαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαεπιβατήριος, -ος/α, -ο
- (λόγιο, στην εκκλησιαστική γλώσσα) που πραγματοποιείται κατά την τελετή καθιέρωσης, την ενθρόνιση ενός επισκόπου, ηγουμένου, ή που έχει σχέση με τελετές όπως τα εγκαίνια ναού
- ⮡ επιβατήριος λόγος, επιβατήρια τελετή
- ※ Χαιρετιστήριες προσφωνήσεις κατὰ τὴν ἄφιξη ἢ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὰ ξένα, ὅπως τὶς συναντήσαμε ἤδη στὰ ἐγκώμια καὶ στοὺς προσφωνητικοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, χαρακτηρίζονταν στὸν Ψευδο-Μένανδρο μὲ τὸν terminus technicus «ἐπιβατήριος λόγος».... Ὁ ᾿Αρέθας ἔγραψε ἕναν ἐπιβατήριο λόγο μὲ ἀφορμὴ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ τὴν εἶχε ὁρίσει ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ.
- (Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Α', Φιλοσοφία, Ρητορική, Επιστολογραφία, Γεωγραφία, μετάφραση: Λ.Γ. Μπενάκη, Ι.Β. Αναστασίου, Γ.Χ. Μακρή, Αθήνα 2004 (γ' ανατύπωση), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 233 @archive)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιβατήριος
|
Πηγές
επεξεργασία- «ἐπιβατήριος» ως μεταγενέστρο - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .