Δείτε επίσης: ἐπιβατήριος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβατήριος η επιβατήριος
επιβατήρια
το επιβατήριο
      γενική του επιβατήριου της επιβατήριου
επιβατήριας
του επιβατήριου
    αιτιατική τον επιβατήριο την επιβατήριο
επιβατήρια
το επιβατήριο
     κλητική επιβατήριε επιβατήριε
επιβατήρια
επιβατήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβατήριοι οι επιβατήριοι
επιβατήριες
τα επιβατήρια
      γενική των επιβατήριων των επιβατήριων των επιβατήριων
    αιτιατική τους επιβατήριους τις επιβατήριους
επιβατήριες
τα επιβατήρια
     κλητική επιβατήριοι επιβατήριοι
επιβατήριες
επιβατήρια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβατήριος < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω < ἐπί + βαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

επιβατήριος, -ος/α, -ο

  • (λόγιο, στην εκκλησιαστική γλώσσα) που πραγματοποιείται κατά την τελετή καθιέρωσης, την ενθρόνιση ενός επισκόπου, ηγουμένου, ή που έχει σχέση με τελετές όπως τα εγκαίνια ναού
    ⮡  επιβατήριος λόγος, επιβατήρια τελετή
    ※  Χαιρετιστήριες προσφωνήσεις κατὰ τὴν ἄφιξη ἢ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὰ ξένα, ὅπως τὶς συναντήσαμε ἤδη στὰ ἐγκώμια καὶ στοὺς προσφωνητικοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, χαρακτηρίζονταν στὸν Ψευδο-Μένανδρο μὲ τὸν terminus technicus «ἐπιβατήριος λόγος».... Ὁ ᾿Αρέθας ἔγραψε ἕναν ἐπιβατήριο λόγο μὲ ἀφορμὴ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ τὴν εἶχε ὁρίσει ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ.
    (Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Α', Φιλοσοφία, Ρητορική, Επιστολογραφία, Γεωγραφία, μετάφραση: Λ.Γ. Μπενάκη, Ι.Β. Αναστασίου, Γ.Χ. Μακρή, Αθήνα 2004 (γ' ανατύπωση), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 233 @archive)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία