Δείτε επίσης: επιβατήριος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβατήριος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπιβατήριος

  • (λόγιο, για λόγο, δώρο ή έπαινο) που συνδυάζεται με την ανάληψη επίσημων καθηκόντων
    ※  11ος αιώνας Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, [Mich1.3], (γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή, (λόγια μεσαιωνική))
    μέλλων δὲ ἐπιβατήριον εὐχὴν ἐν τῷ χρυσοτρικλίνῳ ἀποδοῦναι τῷ θεῷ, ἐκδυσάμενος ἣν ἔτυχε φορῶν ἐσθῆτα, παρέσχετο τῷ τῶν ἱπποκόμων πρωτεύοντι Μιχαήλ. τούτου δὲ αὐτὴν ἐξ αὐτῆς ἀμφιασαμένου οἰωνὸς ἔδοξε τὸ γεγονὸς τοῖς θεασαμένοις, ὡς μετὰ Λέοντα τῆς βασιλείας αὐτὸς ἐπιβήσεται. ἑτέραν δὲ μεταλαβόντος ἐσθῆτα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπιόντος εἰς τὸν ἐν τοῖς παλατίοις νεὼν ὄπισθεν ὁ Μιχαὴλ ἑπόμενος καὶ ἀπροσέκτως βαίνων καὶ προπετῶς τὸ ἄκρον τῆς βασιλικῆς ἐσθῆτος ἐπάτησε.



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιβατήριος τὸ ἐπιβατήριον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιβατηρίου τοῦ ἐπιβατηρίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιβατηρί τῷ ἐπιβατηρί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιβατήριον τὸ ἐπιβατήριον
     κλητική ! ἐπιβατήριε ἐπιβατήριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιβατήριοι τὰ ἐπιβατήρι
      γενική τῶν ἐπιβατηρίων τῶν ἐπιβατηρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιβατηρίοις τοῖς ἐπιβατηρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιβατηρίους τὰ ἐπιβατήρι
     κλητική ! ἐπιβατήριοι ἐπιβατήρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιβατηρίω τὼ ἐπιβατηρίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιβατηρίοιν τοῖν ἐπιβατηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιβατήριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπιβατήριος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση
    ※  1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Γ, 251-252
    πλεῖστοι μέν γε τῶν ἐπὶ τῆς Ἰωταπάτης ἀγωνιζόμενοι γενναίως ἔπεσον, πλεῖστοι δ' ἐγένοντο τραυματίαι, καὶ μόλις περὶ τὴν ἑωθινὴν φυλακὴν ἐνδίδωσι τοῖς μηχανήμασι τὸ τεῖχος ἀδιαλείπτως τυπτόμενον: οἱ δὲ φραξάμενοι τοῖς σώμασι καὶ τοῖς ὅπλοις τὸ καταῤῥιφθὲν ἀντωχύρωσαν πρὶν βληθῆναι τὰς ἐπιβατηρίους ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων μηχανάς.
  2. (ελληνιστική κοινή) θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο
  3. (ελληνιστική κοινή) επωνυμία του Απόλλωνα στην Κόρινθο
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Κορινθιακά, 2.32.2 @scaife.perseus
    τούτου δὲ ἐντὸς τοῦ περιβόλου ναός ἐστιν Ἀπόλλωνος Ἐπιβατηρίου,

Εκφράσεις

επεξεργασία