γενέθλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γενέθλια | ||
γενική | των | γενεθλίων | ||
αιτιατική | τα | γενέθλια | ||
κλητική | γενέθλια | |||
Δείτε και τον ενικό γενέθλιο για ιερά πρόσωπα. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενέθλια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενέθλια (ουδέτερο, πληθυντικός) του επιθέτου γενέθλιος (αρχαία ελληνική )
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈne.θli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νέ‐θλι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενέθλια ουδέτερο στον πληθυντικό
- η επέτειος της γέννησης κάποιου, σύμφωνα με την ημερομηνία, και η γιορτή της
- ⮡ η αγαπημένη μου έχει σήμερα τα γενέθλιά της
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γεννάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενέθλια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγενέθλια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενέθλιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενέθλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγενέθλιᾰ
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γενέθλιον, ουδέτερο του γενέθλιος
- (ελληνιστική σημασία) τα γενέθλια