Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθρονιστήριος η ενθρονιστήρια το ενθρονιστήριο
      γενική του ενθρονιστήριου της ενθρονιστήριας του ενθρονιστήριου
    αιτιατική τον ενθρονιστήριο την ενθρονιστήρια το ενθρονιστήριο
     κλητική ενθρονιστήριε ενθρονιστήρια ενθρονιστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθρονιστήριοι οι ενθρονιστήριες τα ενθρονιστήρια
      γενική των ενθρονιστήριων των ενθρονιστήριων των ενθρονιστήριων
    αιτιατική τους ενθρονιστήριους τις ενθρονιστήριες τα ενθρονιστήρια
     κλητική ενθρονιστήριοι ενθρονιστήριες ενθρονιστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενθρονιστήριος < ενθρονίζω, ενθρονισ- + -τήριος < (ελληνιστική κοινήἐνθρονίζω < εν- ἐν + αρχαία ελληνική θρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

ενθρονιστήριος, -α, -ο

  1. που πραγματοποιείται κατά την ενθρόνιση ενός ηγεμόνα, βασιλιά
    χρειάζεται παράθεμα
  2. (χριστιανισμός) που πραγματοποιείται κατά την ενθρόνιση ενός επισκόπου, ηγουμένου
    ενθρονιστήριος λόγος
    ※  ἐνθρονιστήριος λόγος τοῦ σημερινοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, πρὶν ἀπὸ πέντε χρόνια, μᾶς εἶχε συγκινητικά παραπλανήσει: Ἡ γλώσσα του (γλώσσα ρεαλισμοῦ καὶ ἀμεσότητας πρωτάκουστη σὲ «παπαδικὰ» περιβάλλοντα) μᾶς εἶχε χαρίσει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἦταν ἑτοιμασμένος νὰ τολμήσει ἱστορικὲς τομές. Σήμερα ψηλαφούμε καὶ στὴν περίπτωσή του τὴν ἀκαταμάχητη δυναμικὴ παρακμῆς καὶ εὐτελισμοῦ τοῦ ἄλλοτε Γένους τῶν Ἑλλήνων.
    Χρήστος Γιανναράς, Η λογική αρχίζει με τον έρωτα, (2007), Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος @google.books
     συνώνυμα: επιβατήριος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ενθρονίζω και θρόνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)