επιζωγραφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιζωγραφίζω < επι- + ζωγραφίζω• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.zo.ɣɾaˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐ζω‐γρα‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιζωγραφίζω
- (λόγιο) ζωγραφίζω πάνω σε κάτι
- ※ Η πρωτοεμφανιζόμενη ζωγράφος εισάγει τον θεατή χωρίς να το καταλάβει σε έναν φρέσκο κόσμο, σε ένα κόσμο παιχνιδιού, μουσικής και κίνησης, αλλά και σε ένα κόσμο σκέψης, διαλόγου και αναζήτησης. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι το λάδι, τα spray και τα παστέλ σε καμβά, ενώ παράλληλα χτίζει και επιζωγραφίζει τοτέμ και κατασκευασμένα σύμβολα.
- Σταγκουράκη, Ρουμπίνη (23 Νοεμβρίου 2017), Πρώτη ατομική έκθεση Ζωγραφικής της Μαριλίας Κολυμπίρη στην γκαλερί Alibi, ertnews.gr
- ※ Το λογότυπο στα ψηφοδέλτια της ΕΔΑ ήταν κυκλικό. Μου άρεσε να το επιζωγραφίζω, να χρωματίζω τα κενά ανάμεσα στα γράμματα, τρίγωνα, παραλληλόγραμμα, να μετατρέπω τον κύκλο σε ρόδα τρακτέρ, σε ήλιο, σε στόμιο πηγαδιού.
- Σεβαστάκης, Δημήτρης (2 Φεβρουαρίου 2020), Η «μέσα Ιστορία» της Αριστεράς, Η Αυγή
- ※ Δεν μου αρέσει να κάνω τη ζωή μου εύκολη, οπότε για μένα μια φωτογραφία δεν είναι ποτέ απλώς μια φωτογραφία. Αφού ολοκληρώσω τη λήψη και την εκτύπωσή της, προσθέτω πράγματα. Την επιζωγραφίζω, τη διπλώνω με τη μέθοδο οριγκάμι και έπειτα τη φωτογραφίζω ξανά και ξανά.
- Γεωργιάδου, Ξένια (22 Ιουνίου 2022), Cosmic Surgery: «Φωτογραφική χειρουργική» στο Athens Photo Festival, Η Καθημερινη
- ※ Η πρωτοεμφανιζόμενη ζωγράφος εισάγει τον θεατή χωρίς να το καταλάβει σε έναν φρέσκο κόσμο, σε ένα κόσμο παιχνιδιού, μουσικής και κίνησης, αλλά και σε ένα κόσμο σκέψης, διαλόγου και αναζήτησης. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι το λάδι, τα spray και τα παστέλ σε καμβά, ενώ παράλληλα χτίζει και επιζωγραφίζει τοτέμ και κατασκευασμένα σύμβολα.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιζωγραφίζω | επιζωγράφιζα | θα επιζωγραφίζω | να επιζωγραφίζω | επιζωγραφίζοντας | |
β' ενικ. | επιζωγραφίζεις | επιζωγράφιζες | θα επιζωγραφίζεις | να επιζωγραφίζεις | επιζωγράφιζε | |
γ' ενικ. | επιζωγραφίζει | επιζωγράφιζε | θα επιζωγραφίζει | να επιζωγραφίζει | ||
α' πληθ. | επιζωγραφίζουμε | επιζωγραφίζαμε | θα επιζωγραφίζουμε | να επιζωγραφίζουμε | ||
β' πληθ. | επιζωγραφίζετε | επιζωγραφίζατε | θα επιζωγραφίζετε | να επιζωγραφίζετε | επιζωγραφίζετε | |
γ' πληθ. | επιζωγραφίζουν(ε) | επιζωγράφιζαν επιζωγραφίζαν(ε) |
θα επιζωγραφίζουν(ε) | να επιζωγραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιζωγράφισα | θα επιζωγραφίσω | να επιζωγραφίσω | επιζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | επιζωγράφισες | θα επιζωγραφίσεις | να επιζωγραφίσεις | επιζωγράφισε | ||
γ' ενικ. | επιζωγράφισε | θα επιζωγραφίσει | να επιζωγραφίσει | |||
α' πληθ. | επιζωγραφίσαμε | θα επιζωγραφίσουμε | να επιζωγραφίσουμε | |||
β' πληθ. | επιζωγραφίσατε | θα επιζωγραφίσετε | να επιζωγραφίσετε | επιζωγραφίστε | ||
γ' πληθ. | επιζωγράφισαν επιζωγραφίσαν(ε) |
θα επιζωγραφίσουν(ε) | να επιζωγραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιζωγραφίσει | είχα επιζωγραφίσει | θα έχω επιζωγραφίσει | να έχω επιζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιζωγραφίσει | είχες επιζωγραφίσει | θα έχεις επιζωγραφίσει | να έχεις επιζωγραφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιζωγραφίσει | είχε επιζωγραφίσει | θα έχει επιζωγραφίσει | να έχει επιζωγραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιζωγραφίσει | είχαμε επιζωγραφίσει | θα έχουμε επιζωγραφίσει | να έχουμε επιζωγραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιζωγραφίσει | είχατε επιζωγραφίσει | θα έχετε επιζωγραφίσει | να έχετε επιζωγραφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιζωγραφίσει | είχαν επιζωγραφίσει | θα έχουν επιζωγραφίσει | να έχουν επιζωγραφίσει |
|