Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

przedmiot (pl) αρσενικό

  1. το αντικείμενο, το πράγμα
  2. (εκπαίδευση, νομικός όρος) το αντικείμενο, το θέμα
  3. το αντικείμενο, αυτό στο οποίο αναφερόμαστε

Συνώνυμα επεξεργασία