intransitif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- intransitif < λατινική intransitivus
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intransitif | intransitifs |
θηλυκό | intransitive | intransitives |
intransitif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intransitif | intransitifs |
θηλυκό | intransitive | intransitives |
intransitif (fr)