Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυμπτωματολογικός η προσυμπτωματολογική το προσυμπτωματολογικό
      γενική του προσυμπτωματολογικού της προσυμπτωματολογικής του προσυμπτωματολογικού
    αιτιατική τον προσυμπτωματολογικό την προσυμπτωματολογική το προσυμπτωματολογικό
     κλητική προσυμπτωματολογικέ προσυμπτωματολογική προσυμπτωματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυμπτωματολογικοί οι προσυμπτωματολογικές τα προσυμπτωματολογικά
      γενική των προσυμπτωματολογικών των προσυμπτωματολογικών των προσυμπτωματολογικών
    αιτιατική τους προσυμπτωματολογικούς τις προσυμπτωματολογικές τα προσυμπτωματολογικά
     κλητική προσυμπτωματολογικοί προσυμπτωματολογικές προσυμπτωματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσυμπτωματολογικός < προ- + συμπτωματολογικός ή προσυμπτωματολογ(ία) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

προσυμπτωματολογικός, -ή, -ό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ενδεχομένως χρησιμοποιείται από ορισμένους και ως συνώνυμο του προσυμπτωματικός:
    ※  Στο Eρρίκος Nτυνάν Hospital Center ο προσυμπτωματολογικός έλεγχος πραγματοποιείται εντός 2 ωρών, αφού όλα τα τμήματα είναι συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο («Τμήμα Προληπτικού Ελέγχου / Check - Up», Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center· πρόσβαση: 2022-09-05)

  Μεταφράσεις επεξεργασία